Η Ιστορία και το Άδοξο Τέλος του Jack Daniel
Αφότου έγινε 21 ετών µέχρι το θάνατό του, φορούσε πάντα ένα µακρύ παλτό, µεταξωτό γιλέκο, καπέλο καλλιεργητή, άσπρο πουκάµισο κι ένα πλατύ παπιγιόν.
Ακόµα κι όταν τα µαλλιά και το µεγάλο µαύρο µουστάκι του γκριζάρισαν, αυτός δεν πτοήθηκε · τα έβαψε µαύρα. Για πολλούς, η εµµονή του στην εξωτερική εµφάνιση είχε να κάνει µε το ότι ο ίδιος ήταν αρκετά μικροκαμωμένος.
Ο Τζακ Ντάνιελ ήταν ο µικρότερος από τα 10 αδέρφια µιας φτωχής οικογένειας. Το πότε ακριβώς γεννήθηκε παραμένει μυστήριο καθώς τα αρχεία γεννήσεων καταστράφηκαν σε μεγάλη πυρκαγιά στο Τενεσί.
Όταν η µητέρα του πέθανε και ο πατέρας του παντρεύτηκε ξανά, κατάλαβε ότι δε θα τον φρόντιζε κανείς, γι’ αυτό πήγε να µείνει (και να παρέχει υπηρεσίες ως «σκλάβος») σε µια γειτονική οικογένεια. Μόλις 7 χρονών ξεκίνησε να δουλέψει σε έναν ιεροκήρυκα, ο οποίος, παράλληλα με τα θρησκευτικά του καθήκοντα, παρασκεύαζε και πουλούσε ουίσκι.
Κατά τη διάρκεια του εµφυλίου πολέµου στην Αμερική, ο Τζακ Ντάνιελ µαζί µε ένα φίλο του φόρτωναν το καµουφλαρισµένο µε σανό ουίσκι σε µια άµαξα και μετέβαιναν στην πόλη (80 χιλιόµετρα µακριά) για να το πουλήσουν. Ο κίνδυνος ήταν µεγάλος για τους δύο νέους, αφού αν τους περνούσαν για Βόρειους θα τους σκότωναν, ενώ πάντα υπήρχε ο φόβος να τους λεηλατήσουν στον δρόµο.
Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, ο σερίφης της περιοχής τους είχε απαγορεύσει να πουλάνε ουίσκι, γεγονός που τους ανάγκαζε να περιµένουν ως τα µεσάνυχτα έξω από την πόλη και να το πουλούν µε προσοχή τις πρώτες πρωινές ώρες. Όµως, ακόµα κι όταν η πόλη καταλήφθηκε από τους Βόρειους, αυτοί δεν ενόχλησαν τους 2 νεαρούς, αφού επ ουδενί δεν ήθελαν να ξεµείνουν από ουίσκι.
Καθώς το ποτό άρχισε να γίνεται δηµοφιλές, ο Ντάνιελ αναζητούσε µέρη µε απεριόριστη ποσότητα νερού πλούσιο σε ασβεστόλιθο. Τελικά, βρήκε στο κοίλωµα ενός σπηλαίου, στην είσοδο του οποίου σήμερα δεσπόζει ο ανδριάντας του, µία τρεχούµενη πηγή όπου το νερό δεν είχε υπολείµµατα σιδήρου και µε θερµοκρασία 10 βαθµών Κελσίου, φάνταζε ως το ιδανικότερο για την παραγωγή µοναδικού Jack Daniel's.
Κατά τη διάρκεια του εµφυλίου πολέµου στην Αμερική, ο Τζακ Ντάνιελ µαζί µε ένα φίλο του φόρτωναν το καµουφλαρισµένο µε σανό ουίσκι σε µια άµαξα και μετέβαιναν στην πόλη (80 χιλιόµετρα µακριά) για να το πουλήσουν. Ο κίνδυνος ήταν µεγάλος για τους δύο νέους, αφού αν τους περνούσαν για Βόρειους θα τους σκότωναν, ενώ πάντα υπήρχε ο φόβος να τους λεηλατήσουν στον δρόµο.
Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, ο σερίφης της περιοχής τους είχε απαγορεύσει να πουλάνε ουίσκι, γεγονός που τους ανάγκαζε να περιµένουν ως τα µεσάνυχτα έξω από την πόλη και να το πουλούν µε προσοχή τις πρώτες πρωινές ώρες. Όµως, ακόµα κι όταν η πόλη καταλήφθηκε από τους Βόρειους, αυτοί δεν ενόχλησαν τους 2 νεαρούς, αφού επ ουδενί δεν ήθελαν να ξεµείνουν από ουίσκι.
Καθώς το ποτό άρχισε να γίνεται δηµοφιλές, ο Ντάνιελ αναζητούσε µέρη µε απεριόριστη ποσότητα νερού πλούσιο σε ασβεστόλιθο. Τελικά, βρήκε στο κοίλωµα ενός σπηλαίου, στην είσοδο του οποίου σήμερα δεσπόζει ο ανδριάντας του, µία τρεχούµενη πηγή όπου το νερό δεν είχε υπολείµµατα σιδήρου και µε θερµοκρασία 10 βαθµών Κελσίου, φάνταζε ως το ιδανικότερο για την παραγωγή µοναδικού Jack Daniel's.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1860, η Οµοσπονδιακή Κυβέρνηση το νομιμοποίησε, ώστε να αρχίσει να φορολογεί τις εταιρείες παραγωγής ουίσκι, και έτσι το 1866 η εταιρεία Jack Daniel Distillery ήταν η πρώτη εγγεγραµµένη οινοπνευµατοποιία στην Αµερική. Το 1890 ο βραχύσωμος Jack ήταν ο µεγαλύτερος παραγωγός στο Τενεσί, ενώ 4 χρόνια αργότερα η φήµη του εξαπλώθηκε σε όλη την Αµερική όταν κέρδισε έναν γευστικό διαγωνισµό για το καλύτερο ουίσκι.
Στην αρχή, το Jack Daniel's εµφιαλωνόταν σε πήλινες στάµνες µε χαραγµένο το όνοµα του ιδρυτή του, το οποίο λειτουργούσε και ως διαφήµιση, ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του 1870 καθιερώθηκαν τα γυάλινα µπουκάλια. Αν και τα πρώτα μπουκάλια ήταν σχετικά στρογγυλά, ο Ντάνιελ, που πάντα θεωρούσε ότι η συσκευασία έπρεπε να τραβάει την προσοχή, εισήγαγε το 1895 ένα τετράγωνο µπουκάλι µε ραβδωτό λαιµό, µοναδικό για την εποχή.
Αναμφίβολα, χρονολογία-ορόσημο αποτελεί το 1876 όταν παρουσιάστηκε το Jack Daniel’s Old No7. Υπάρχουν διάφορες εικασίες σχετικά με την επιλογή του αριθμού "7". Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το 7 ήταν ο αγαπημένος αριθμός του Ντάνιελ, άλλοι ότι τα εμπορεύματά του μεταφέρονταν από το έβδομο βαγόνι του τρένου ή ότι ο ίδιος είχε 7 επτά φιλενάδες.
Ο Τζακ Ντάνιελ δεν είχε παιδιά και έτσι ανέθεσε στον αγαπηµένο του ανιψιό, Λεµ Μότλοου, την τήρηση των βιβλίων της επιχείρησης. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν πια ήταν ιδιαίτερα εύπορος, δώρισε µεγάλα ποσά στην εκκλησία, σε κοινωνικές οργανώσεις κλπ. Παρέµεινε εργένης σε όλη του τη ζωή, μολονότι γνώρισε αρκετές όµορφες κοπέλες, ορισµένες αρκετά µικρές για να είναι κόρες του.
Το 1907, προβλήµατα υγείας τον ανάγκασαν να παραδώσει την επιχείρηση στον ανιψιό του. Μερικά χρόνια αργότερα, η μοίρα του έπαιξε άσχημο παιχνίδι. Συγχυσµένος επειδή δεν µπορούσε να θυμηθεί το συνδυασμό για να ανοίξει το χρηµατοκιβώτιο στο γραφείο του, το κλώτσησε, έσπασε το δάχτυλο του ποδιού του και μολύνθηκε, με αποτέλεσμα να προκληθεί σηψαιμία που τον οδήγησε στο θάνατό, το 1911, στα 61~65 του χρόνια.
Την ίδια χρονιά παρασκευάστηκε και το Black Label (το άλλο διάσημο προϊόν της εταιρείας), το οποίο εικάζεται ότι διέθετε μαύρη ετικέτα ως φόρο τιμής στον ιδρυτή. Πάντως ο Μότλοου, όπως και οι 4 γιοι του που τον διαδέχτηκαν, σεβάστηκαν την ποιότητα, την παράδοση και τις µοναδικές διαδικασίες παραγωγής του ουίσκι, που όρισε ο Τζακ Ντάνιελ πριν από 140 χρόνια, περίπου.
Στην αρχή, το Jack Daniel's εµφιαλωνόταν σε πήλινες στάµνες µε χαραγµένο το όνοµα του ιδρυτή του, το οποίο λειτουργούσε και ως διαφήµιση, ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του 1870 καθιερώθηκαν τα γυάλινα µπουκάλια. Αν και τα πρώτα μπουκάλια ήταν σχετικά στρογγυλά, ο Ντάνιελ, που πάντα θεωρούσε ότι η συσκευασία έπρεπε να τραβάει την προσοχή, εισήγαγε το 1895 ένα τετράγωνο µπουκάλι µε ραβδωτό λαιµό, µοναδικό για την εποχή.
Αναμφίβολα, χρονολογία-ορόσημο αποτελεί το 1876 όταν παρουσιάστηκε το Jack Daniel’s Old No7. Υπάρχουν διάφορες εικασίες σχετικά με την επιλογή του αριθμού "7". Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το 7 ήταν ο αγαπημένος αριθμός του Ντάνιελ, άλλοι ότι τα εμπορεύματά του μεταφέρονταν από το έβδομο βαγόνι του τρένου ή ότι ο ίδιος είχε 7 επτά φιλενάδες.
Ο Τζακ Ντάνιελ δεν είχε παιδιά και έτσι ανέθεσε στον αγαπηµένο του ανιψιό, Λεµ Μότλοου, την τήρηση των βιβλίων της επιχείρησης. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν πια ήταν ιδιαίτερα εύπορος, δώρισε µεγάλα ποσά στην εκκλησία, σε κοινωνικές οργανώσεις κλπ. Παρέµεινε εργένης σε όλη του τη ζωή, μολονότι γνώρισε αρκετές όµορφες κοπέλες, ορισµένες αρκετά µικρές για να είναι κόρες του.
Το 1907, προβλήµατα υγείας τον ανάγκασαν να παραδώσει την επιχείρηση στον ανιψιό του. Μερικά χρόνια αργότερα, η μοίρα του έπαιξε άσχημο παιχνίδι. Συγχυσµένος επειδή δεν µπορούσε να θυμηθεί το συνδυασμό για να ανοίξει το χρηµατοκιβώτιο στο γραφείο του, το κλώτσησε, έσπασε το δάχτυλο του ποδιού του και μολύνθηκε, με αποτέλεσμα να προκληθεί σηψαιμία που τον οδήγησε στο θάνατό, το 1911, στα 61~65 του χρόνια.
Την ίδια χρονιά παρασκευάστηκε και το Black Label (το άλλο διάσημο προϊόν της εταιρείας), το οποίο εικάζεται ότι διέθετε μαύρη ετικέτα ως φόρο τιμής στον ιδρυτή. Πάντως ο Μότλοου, όπως και οι 4 γιοι του που τον διαδέχτηκαν, σεβάστηκαν την ποιότητα, την παράδοση και τις µοναδικές διαδικασίες παραγωγής του ουίσκι, που όρισε ο Τζακ Ντάνιελ πριν από 140 χρόνια, περίπου.